-
1 φρύγω
φρύγω, auch φρύσσω, φρύττω, dörren, rösten, braten; zuerst Hom. ep. 14, 4; Orac. bei Her. 8, 96; kom. φρύγει τι δρᾶμα καινόν Teleclid. fr. inc. 2; πεφρυγμένας κριϑάς Thuc. 6, 22; Folgde; auch vom Durste, ἐφρύγη δίψεος ὕπο Isidor. 4 (VII, 293); Ael. H. A. 17, 37.
См. также в других словарях:
φρύγετρο — το / φρύγετρον, ΝΑ καβουρντιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φρύγετρον ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + επίθημα ε τρον (βλ. και λ. τρον)] … Dictionary of Greek